A. Συστημική Προσέγγιση
Η συστημικά προσανατολισμένη ψυχοθεραπεία διαφέρει από τις υπόλοιπες μεθοδολογικές προσεγγίσεις στο γεγονός ότι δεν αντιλαμβάνεται το άτομο σαν μία ξεχωριστή οντότητα, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος ενός «συστήματος», ενός συνόλου, δηλαδή, αλληλοεπηρεαζόμενων και αλληλοεξαρτώμενων στοιχείων. Η παραμικρή αλλαγή στα στοιχεία αυτά είναι ικανή να τροποποιήσει ολόκληρο το σύστημα.
Υιοθετείται, λοιπόν, μια ολιστική – σχεσιακή αντιμετώπιση της ψυχοσωματικής υγείας, η οποία εστιάζει στις σχέσεις των μελών που απαρτίζουν το όλο σύστημα και στην επίδραση που ασκούν οι σχέσεις αυτές στο κάθε άτομο ξεχωριστά.
Ενδεικτικά παραδείγματα συστημάτων είναι η οικογένεια, το σχολείο, το εργασιακό περιβάλλον, το κοινωνικό πλαίσιο κ.α.
Συστημική – Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία
Η Συστημική Προσέγγιση βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στην οικογενειακή ψυχοθεραπεία. Η οικογένεια είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα συστήματα, στα πλαίσια του οποίου η αλληλεπίδραση και η αλληλεξάρτηση των μελών διαμορφώνει τόσο τη συμπεριφορά όσο και την προσωπικότητά τους εν γένει.
Όπως σε κάθε ομάδα, έτσι και στην οικογένεια υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι, σαφείς κανόνες και διακριτές εξουσίες, στοιχεία τα οποία, συχνά αποτελούν αιτία συγκρούσεων και ανισορροπιών. Εξίσου, ανατρεπτική για τις ισορροπίες μπορεί να αποβεί και η εμφάνιση καταστάσεων κρίσης, όπως η γέννηση ενός παιδιού, η μετάβαση στην εφηβεία, η απώλεια – πένθος, το διαζύγιο κ.α. Άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω αποτελεί ο κλονισμός της ψυχικής υγείας των μελών και η γενικότερη δυσλειτουργικότητα της ομάδας.
Στόχος της Συστημικής – Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας είναι η αποκατάσταση των χαμένων ισορροπιών, μέσα από τη διάνοιξη διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των μελών, τα οποία καθοδηγούνται σε μια πιο ήπια και σταδιακή προσαρμογή στις εκάστοτε δυσκολίες. Οι συνεδρίες έχουν ως αντικείμενο συζήτησης το πλέγμα σχέσεων στο οποίο ανήκουν τα μέλη, οπότε είναι δυνατή η συμβουλευτική παρέμβαση τόσο σε ατομικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο.
Ο ρόλος του ψυχολόγου, στην προκειμένη περίπτωση, είναι συνεργατικός. Αναπτύσσεται μια σχέση με τον θεραπευόμενο, η οποία βασίζεται στην ενσυναίσθηση και τη συνεργασία και όχι στην απλή παρατήρηση από την οπτική σκοπιά του «ειδικού».
B. Γνωσιακή – Συμπεριφορική Προσέγγιση
Σύμφωνα με τη θεωρητική αυτή προσέγγιση, ο τρόπος σκέψης ενός ατόμου, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του. Ο μη ρεαλιστικός και δυσλειτουργικός τρόπος σκέψης οδηγεί σε δυσάρεστα συναισθήματα και προβληματικές συμπεριφορές.
Στόχος της Γνωσιακής – Συμπεριφορικής Προσέγγισης είναι η γνωσιακή και συμπεριφορική αναδόμηση, η δόμηση, δηλαδή, ενός νέου τρόπου σκέψης και δράσης.
Η συμβουλευτική παρέμβαση έχει ως κύριους άξονες:
- τη διερεύνηση του τρόπου σκέψης του θεραπευομένου και της συνακόλουθης επιρροής που ασκείται στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του, μέσω της εφαρμογής της σωκρατικής «μαιευτικής» – ο θεραπευτής προσπαθεί να «εκμαιεύσει» από τον θεραπευόμενο τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις που στοιχειοθετούν την προσωπικότητά του την εστίαση των συμβουλευτικών διεργασιών στο παρόν – τα βιώματα του παρελθόντος χρησιμεύουν στην κατανόηση των συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε το παρόν ζήτημα
- την τροποποίηση των μη ρεαλιστικών και δυσλειτουργικών σκέψεων και την εκμάθηση νέων συμπεριφορών – ο θεραπευόμενος καλείται να εξασκηθεί σε νέους τρόπους
σκέψης και συμπεριφοράς
Ο ρόλος του ψυχολόγου είναι συνεργατικός και η οπτική του δεν είναι αυτή της αυθεντίας, αλλά αυτή του συνοδοιπόρου στη διαδικασία της αλλαγής.
Η διάρκεια της θεραπευτικής παρέμβασης κυμαίνεται από 3 έως 6 μήνες. Τα αποτελέσματα αρχίζουν να γίνονται ορατά από τους πρώτους κιόλας μήνες, λόγω του ότι η όλη διαδικασία είναι προσανατολισμένη στην εξάλειψη των συμπτωμάτων από τα οποία υποφέρει ο θεραπευόμενος, με κύριο γνώμονα το παρόν.
Η Γνωσιακή – Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία κρίνεται ως ιδιαίτερα αποτελεσματική σε περιπτώσεις φοβιών, κατάθλιψης, διαταραχών άγχους, κρίσεων πανικού, αλλά και σε περιπτώσεις διαταραχών σίτισης, διακοπής καπνίσματος κ.λπ.
Η γνωσιακή προσέγγιση χρησιμεύει στην τροποποίηση των απειλητικών και μη ρεαλιστικών πεποιθήσεων του θεραπευομένου, ενώ η συμπεριφορική προσέγγιση εστιάζει στην έκθεση του θεραπευομένου στα φοβογόνα ερεθίσματα, με απώτερο στόχο την εξοικείωσή του με αυτά και τη συνακόλουθη επαναδραστηριοποίησή του, χάρη στην αποκατάσταση της συναισθηματικής του ισορροπίας.